- ἡνίοχ'
- ἡνίοχε , ἡνίοχοςone who holds the reinsmasc voc sgἡνίοχαι , ἡνιόχηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡνίοχ' — Ἡνίοχε , Ἡνίοχος masc voc sg Ἡνίοχαι , Ἡνιόχη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα … Dictionary of Greek